ἀγκιστροειδῆ

ἀγκιστροειδῆ
ἀγκιστροειδής
hook-shaped
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἀγκιστροειδής
hook-shaped
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἀγκιστροειδής
hook-shaped
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… …   Dictionary of Greek

  • αγκιστρωτός — ή, ό (Α ἀγκιστρωτός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που έχει σχήμα αγκίστρου, ο αγκιστροειδής αρχ. (για βέλη) αυτός που έχει αγκιστροειδή αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀγκιστροῦμαι, νεοελλ. αγκιστρώνω] …   Dictionary of Greek

  • λεοπάρδαλη — Κοινή ονομασία του θηλαστικού Panthera pardus, της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Στη νεότερη συστηματική ταξινόμηση ο όρος πάνθηρας δηλώνει γένος διαφόρων ειδών αιλουροειδών, τα οποία παλαιότερα περιλαμβάνονταν στο γένος …   Dictionary of Greek

  • μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… …   Dictionary of Greek

  • οξυκόρακος — ὀξυκόρακος, ον (Μ) αυτός που έχει αγκιστροειδή άκρη σαν τη μύτη τού κόρακα («ὀξυκοράκῳ σμιλίῳ», Παύλ. Αιγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κόραξ, ακος] …   Dictionary of Greek

  • στερκοράριος — Όνομα πτηνών της οικογένειας των Στερκοραριδών, της τάξης των χαραδριόμορφων και εντόμων της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Οι Στερκοραρίδες ή Κοπροδίαιτοι, ονομάζονται έτσι γιατί κατά το παρελθόν πιστευόταν ότι τρέφονταν από τ απορρίμματα άλλων… …   Dictionary of Greek

  • ερπετά — (reptila). Μεγάλη ομοταξία σπονδυλοζώων που έχουν κοινούς σημαντικούς ανατομικούς χαρακτήρες, αλλά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή, τις διαστάσεις και το περιβάλλον διαβίωσης (ε. αποκλειστικά χερσαία ή τυπικά υδρόβια ή αμφίβια).… …   Dictionary of Greek

  • κιρκέα — (Circaea). Γένος φυτών της οικογένειας των οναγριδών (δικοτυλήδονα). Το γένος αυτό αριθμεί τρία είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, των μεσημβρινών ασιατικών χωρών, της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Νότιας Αμερικής. Η κ. είναι ποώδες, πολυετές φυτό, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”